- παρασκήνιο
- το / παρασκήνιον, ΝΑθεατρ. ο δίπλα από τη σκηνή τού θεάτρου χώροςνεοελλ.1. καθένα από τα ορθογώνια πλαίσια πάνω στα οποία εκτείνονται τα σκηνογραφήματα, δεξιά και αριστερά τής σκηνής και τα οποία κρύβουν από τους θεατές το εσωτερικό της, αλλ. κουίντα2. στον πληθ. τα παρασκήνιαα) ο χώρος πίσω και πλάγια τής σκηνής τού θεάτρου, τον οποίο δεν βλέπουν οι θεατές και από τον οποίο βγαίνουν οι ηθοποιοί για να εισέλθουν στην σκηνήβ) μτφ. οτιδήποτε συμβαίνει στα κρυφά, μυστικά, ενέργειες που σκόπιμα κρατούνται μακριά από την δημοσιότητα («πολιτικά παρασκήνια»)3. ναυτ. μακρύ ορθογώνιο ύφασμα που κρεμιέται από τους σκηνούχους για την προστασία από τον ήλιο, κν. μπερντέςαρχ.1. καθεμιά από τις πλευρικές πτέρυγες τής σκηνής τού θεάτρου2. η περίπτωση στο θέατρο κατά την οποία κάποιος από τον χορό αντικαθιστούσε τον τέταρτο ηθοποιό απαγγέλλοντας τραγουδιστά3. στον πληθ. οι είσοδοι που οδηγούν από τα πλάγια στην σκηνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σκηνή + κατάλ. -ιο(ν) (πρβλ. προ-σκήνιο[ν])].
Dictionary of Greek. 2013.